Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsovraccàrico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sovrakˈkariko] 1 προσαύξηση 2 παραφόρτωμα 3 υπερβολική χρέωση 4 πρόσθετο τέλος 5 επιβάρυνση 6 υπερφόρτωση 7 παραφόρτωση 8 αύξηση φορτίου sovraccàrico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sovrakˈkariko] υπερφορτωμένος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |