Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsovrabbondànte
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [sovrabbonˈdante] 1 περισσευούμενος 2 πλεονάζων 3 υπεράφθονος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |