Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovraddàzio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sovradˈdattsjo]

πρόσθετος δασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovracorrente sovraesporre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovraccarico (ουσ αρσ )
sovraccarico (επίθ.)
sovracompressione (θηλ.ουσ)
sovracomprimere (ρ. μτβ.)
sovracorrente (θηλ.ουσ)
sovraddazio (ουσ αρσ )
sovraesporre (ρ. μτβ.)
sovraesposizione (θηλ.ουσ)
sovraesposto (επίθ.)
sovraffaticare (ρ. μτβ.)
sovraffaticarsi (ρ.μ. (αντων.))
sovraffollamento (ουσ αρσ )
sovraffollato (επίθ.)
sovrainnestare (ρ. μτβ.)
sovrainnesto (ουσ αρσ )
sovralimentare (ρ. μτβ.)
sovralimentato (επίθ.)
sovralimentatore (ουσ αρσ )
sovralimentazione (θηλ.ουσ)
sovramodulare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---