Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovralimentatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sovralimentaˈtore]

υπερτροφοδότης (κινητήρα τούρμπο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovralimentato sovralimentazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovraffollato (επίθ.)
sovrainnestare (ρ. μτβ.)
sovrainnesto (ουσ αρσ )
sovralimentare (ρ. μτβ.)
sovralimentato (επίθ.)
sovralimentatore (ουσ αρσ )
sovralimentazione (θηλ.ουσ)
sovramodulare (ρ. μτβ.)
sovramodulazione (θηλ.ουσ)
sovramoltiplicato (επίθ.)
sovrana (θηλ.ουσ)
sovraneggiare (ρ.αμτβ.)
sovranità (θηλ.ουσ)
sovrano (ουσ αρσ )
sovrano (επίθ.)
sovraoccupazione (θηλ.ουσ)
sovrapponibile (επίθ.)
sovrappopolare (ρ. μτβ.)
sovrappopolato (επίθ.)
sovrappopolazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---