Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sovraccaricàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sovrakkariˈkare]

1 παραφορτώνω
2 φορτώνω υπερβολικά
3 υπερφορτώνω
4 καργάρω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sovrabbondare sovraccarico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sovietologo (ουσ αρσ )
sovrabbondante (αρσ. επίθ και ουσ)
sovrabbondantemente (επίρ.)
sovrabbondanza (θηλ.ουσ)
sovrabbondare (ρ.αμτβ.)
sovraccaricare (ρ. μτβ.)
sovraccarico (ουσ αρσ )
sovraccarico (επίθ.)
sovracompressione (θηλ.ουσ)
sovracomprimere (ρ. μτβ.)
sovracorrente (θηλ.ουσ)
sovraddazio (ουσ αρσ )
sovraesporre (ρ. μτβ.)
sovraesposizione (θηλ.ουσ)
sovraesposto (επίθ.)
sovraffaticare (ρ. μτβ.)
sovraffaticarsi (ρ.μ. (αντων.))
sovraffollamento (ουσ αρσ )
sovraffollato (επίθ.)
sovrainnestare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---