Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


soverchiatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [soverkjaˈtore]

1 τύραννος
2 καταπιεστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  soverchiare soverchieria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

souvenir (ουσ αρσ )
sovente (επίθ.)
soverchiamente (επίρ.)
soverchiante (επίθ.)
soverchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
soverchiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
soverchieria (θηλ.ουσ)
soverchio (ουσ αρσ )
soverchio (επίθ.)
sovesciare (ρ. μτβ.)
sovescio (ουσ αρσ )
soviet (ουσ αρσ )
sovietico (αρσ. επίθ και ουσ)
sovietizzare (ρ. μτβ.)
sovietizzazione (θηλ.ουσ)
sovietologo (ουσ αρσ )
sovrabbondante (αρσ. επίθ και ουσ)
sovrabbondantemente (επίρ.)
sovrabbondanza (θηλ.ουσ)
sovrabbondare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---