Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsoverchierìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [soverkjeˈria] 1 βιαιοπραγία 2 κατάχρηση εξουσίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |