ItalianoGreco


sollecitatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [solleʧitaˈtore]

1 ζητών φορτικά (πχ συνδρομές ή εξόφληση χρέους)
2 επιζητών παραγγελίες πελατών
3 συνήγορος
4 δικηγόρος κατώτερου δικαστηρίου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---