Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


solleóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [solleˈone]

1 λιοπύρι
2 λάβρα
3 μεγάλη ζέστη
4 κάψα
5 καύσωνας
6 καύμα
7 κάμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sollecitudine solleticamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sollecitatorio (επίθ.)
sollecitazione (θηλ.ουσ)
sollecito (ουσ αρσ )
sollecito (επίθ.)
sollecitudine (θηλ.ουσ)
solleone (ουσ αρσ )
solleticamento (ουσ αρσ )
solleticante (επίθ.)
solleticare (ρ. μτβ.)
solletico (ουσ αρσ )
sollevabile (επίθ.)
sollevamento (ουσ αρσ )
sollevare (ρ. μτβ.)
sollevarsi (ρ.μ. (αντων.))
sollevato (επίθ.)
sollevatore (ουσ αρσ )
sollevazione (θηλ.ουσ)
sollievo (ουσ αρσ )
solluchero (ουσ αρσ )
solmisazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---