Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsollùchero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [solˈlukero] 1 μεταρσίωση 2 θαυμασμός 3 έκσταση 4 αγαλλίαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |