Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsolvàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [solˈvato] 1 ένυδρη ουσία με σύμπλοκα ιόντα 2 σύμπλοκο ιόν ουσίας με διαλύτη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |