Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsolvènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [solˈvɛnte] 1 διαλυτικό μέσο 2 φερέγγυος πελάτης 3 διαλύτης 4 διαλυτική ουσία solvènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [solˈvɛnte] 1 φερέγγυος 2 εχέγγυος 3 διαλυτικός 4 αξιόχρεος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |