Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sollevaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sollevaˈmento]

το σήκωμα, η ανύψωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sollevabile sollevare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sollevamento [αρσ.] pesi = η άρση βαρών


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

solleticamento (ουσ αρσ )
solleticante (επίθ.)
solleticare (ρ. μτβ.)
solletico (ουσ αρσ )
sollevabile (επίθ.)
sollevamento (ουσ αρσ )
sollevare (ρ. μτβ.)
sollevarsi (ρ.μ. (αντων.))
sollevato (επίθ.)
sollevatore (ουσ αρσ )
sollevazione (θηλ.ουσ)
sollievo (ουσ αρσ )
solluchero (ουσ αρσ )
solmisazione (θηλ.ουσ)
solo (επίθ.)
solone (ουσ αρσ )
solstiziale (επίθ.)
solstizio (ουσ αρσ )
soltanto (επίρ.)
solubile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---