ItalianoGreco


solleticaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [solletikaˈmento]

1 γαργάλισμα
2 διέγερση επιθυμίας
3 γαργάλεμα
4 γαργάλημα
5 γαργαλητό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---