ItalianoGreco


sollécito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [solˈleʧito]

1 φορτικότητα
2 γράμμα απαίτησης εξόφλησης χρέους
3 απαίτηση πληρωμής

sollécito  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [solˈleʧito]

1 σβέλτος
2 ταχυκίνητος
3 ολογλήγορος
4 δρομαίος
5 ογλήγορος
6 πρώιμος
7 γεμάτος φροντίδες
8 προσεκτικός
9 φουριόζος
10 ανυπόμονος
11 βιαστικός
12 πρόθυμος
13 διαθέσιμος
14 ταχύς
15 άμεσος
16 γοργός
17 έτοιμος
18 γοργοπόδαρος
19 γοργόφτερος
20 γλήγορος
21 ακαριαίος
22 αστραπιαίος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---