Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sollecitaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [solleʧitaˈmento]

1 βιασύνη
2 βιάσιμο
3 φορτικότητα
4 άγρα
5 διπλάρωμα
6 επιτάχυνση
7 επίσπευση
8 προσπάθεια για γρηγορότερη επιτέλεση
9 αύξηση ταχύτητας
10 τάχυνση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sollecitamente sollecitare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sollazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sollazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
sollazzevole (επίθ.)
sollazzo (ουσ αρσ )
sollecitamente (επίρ.)
sollecitamento (ουσ αρσ )
sollecitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sollecitato (επίθ.)
sollecitatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sollecitatoria (θηλ.ουσ)
sollecitatorio (επίθ.)
sollecitazione (θηλ.ουσ)
sollecito (ουσ αρσ )
sollecito (επίθ.)
sollecitudine (θηλ.ουσ)
solleone (ουσ αρσ )
solleticamento (ουσ αρσ )
solleticante (επίθ.)
solleticare (ρ. μτβ.)
solletico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---