Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscintillazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʃintillatˈtsjone] 1 λαμπύρισμα 2 σπινθηροβόλημα 3 σπινθηρισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |