Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscintillànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʃintilˈlante] 1 ολόλαμπρος 2 που πετά σπίθες 3 που πετά σπινθήρες 4 ακτινοβόλος 5 σπινθηροβόλος 6 σπινθηρίζων 7 αστραποβόλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |