Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scintillatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʃintillaˈtore]

σπινθηριστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scintillare scintillazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scintigramma (ουσ αρσ )
scintilla (θηλ.ουσ)
scintillamento (ουσ αρσ )
scintillante (επίθ.)
scintillare (ρ.αμτβ.)
scintillatore (ουσ αρσ )
scintillazione (θηλ.ουσ)
scintillio (ουσ αρσ )
scintillometro (ουσ αρσ )
scintoismo (ουσ αρσ )
scintoista (ουσ αρσ και θηλ.)
scintoista (επίθ.)
scintoistico (επίθ.)
sciò (επιφ.)
scioccamente (επίρ.)
scioccante (επίθ.)
scioccare (ρ. μτβ.)
sciocchezza (θηλ.ουσ)
sciocco (ουσ αρσ )
sciocco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---