Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsciàvero
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʃavero] 1 λιθόστρωση 2 πλακόστρωση 3 τσιμεντένια επίστρωση (δρόμου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |