Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scìfo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃifo]

σκύφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scienziato sciismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scientifico (επίθ.)
scientismo (ουσ αρσ )
scientista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scienza (θηλ.ουσ)
scienziato (ουσ αρσ )
scifo (ουσ αρσ )
sciismo (ουσ αρσ )
sciita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scilinguato (αρσ. επίθ και ουσ)
scilla (θηλ.ουσ)
scimitarra (θηλ.ουσ)
scimmia (θηλ.ουσ)
scimmiesco (επίθ.)
scimmiottare (ρ. μτβ.)
scimmiottata (θηλ.ουσ)
scimmiottatura (θηλ.ουσ)
scimmiotto (ουσ αρσ )
scimpanzé (ουσ αρσ )
scimunitaggine (θηλ.ουσ)
scimunito (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---