Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scimmiottàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʃimmjotˈtata]

1 πιστή μίμηση
2 μιμητισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scimmiottare scimmiottatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scilla (θηλ.ουσ)
scimitarra (θηλ.ουσ)
scimmia (θηλ.ουσ)
scimmiesco (επίθ.)
scimmiottare (ρ. μτβ.)
scimmiottata (θηλ.ουσ)
scimmiottatura (θηλ.ουσ)
scimmiotto (ουσ αρσ )
scimpanzé (ουσ αρσ )
scimunitaggine (θηλ.ουσ)
scimunito (ουσ αρσ )
scimunito (επίθ.)
scinco (ουσ αρσ )
scindere (ρ. μτβ.)
scindersi (ρ.μ. (αντων.))
scindibile (επίθ.)
scintigrafia (θηλ.ουσ)
scintigramma (ουσ αρσ )
scintilla (θηλ.ουσ)
scintillamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---