ItalianoGreco


scìndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃindere]

1 σκίζω
2 διχάζω
3 διαχωρίζω
4 κόβω
5 διασπώ
6 αποσυνδέω
7 αποκόπτω
8 διαμοιράζω
9 χωρίζω
10 αποσχίζω
11 σπάζω
12 διαρρηγνύω
13 σχίζω
14 διαιρώ
15 αποχωρίζω

scindersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃindersi]

διαχωρίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---