Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scìnco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃinko]

σαύρα γένους scincidae


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scimunito scindere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scimmiotto (ουσ αρσ )
scimpanzé (ουσ αρσ )
scimunitaggine (θηλ.ουσ)
scimunito (ουσ αρσ )
scimunito (επίθ.)
scinco (ουσ αρσ )
scindere (ρ. μτβ.)
scindersi (ρ.μ. (αντων.))
scindibile (επίθ.)
scintigrafia (θηλ.ουσ)
scintigramma (ουσ αρσ )
scintilla (θηλ.ουσ)
scintillamento (ουσ αρσ )
scintillante (επίθ.)
scintillare (ρ.αμτβ.)
scintillatore (ουσ αρσ )
scintillazione (θηλ.ουσ)
scintillio (ουσ αρσ )
scintillometro (ουσ αρσ )
scintoismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---