Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscientìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʃenˈtizmo] 1 επιστημονισμός 2 επιστημοσύνη 3 χριστιανική επιστήμη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |