Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scienteménte, scienteménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ʃienteˈmente], [ʃenteˈmente]

1 ενσυνείδητα
2 συνειδητά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciente scientifica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciavero (ουσ αρσ )
scibile (αρσ. επίθ και ουσ)
sciccheria (θηλ.ουσ)
sciccoso (επίθ.)
sciente (επίθ.)
scientemente (επίρ.)
scientifica (θηλ.ουσ)
scientificamente (επίρ.)
scientificità (θηλ.ουσ)
scientifico (επίθ.)
scientismo (ουσ αρσ )
scientista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scienza (θηλ.ουσ)
scienziato (ουσ αρσ )
scifo (ουσ αρσ )
sciismo (ουσ αρσ )
sciita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scilinguato (αρσ. επίθ και ουσ)
scilla (θηλ.ουσ)
scimitarra (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---