Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciattóna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʃatˈtona]

απεριποίητη γυναίκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciatto sciattone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciattamente (επίρ.)
sciattare (ρ. μτβ.)
sciatteria (θηλ.ουσ)
sciattezza (θηλ.ουσ)
sciatto (επίθ.)
sciattona (θηλ.ουσ)
sciattone (αρσ. επίθ και ουσ)
sciavero (ουσ αρσ )
scibile (αρσ. επίθ και ουσ)
sciccheria (θηλ.ουσ)
sciccoso (επίθ.)
sciente (επίθ.)
scientemente (επίρ.)
scientifica (θηλ.ουσ)
scientificamente (επίρ.)
scientificità (θηλ.ουσ)
scientifico (επίθ.)
scientismo (ουσ αρσ )
scientista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
scienza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---