Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciatterìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʃatteˈria]

1 ατημέλεια
2 αδιαφορία
3 ακαταστασία
4 ασυγυρισιά
5 έλλειψη περιποίησης
6 τσαπατσουλιά
7 ατημελησία
8 αταξία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciattare sciattezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciatico (αρσ. επίθ και ουσ)
sciatore (ουσ αρσ )
sciatorio (επίθ.)
sciattamente (επίρ.)
sciattare (ρ. μτβ.)
sciatteria (θηλ.ουσ)
sciattezza (θηλ.ουσ)
sciatto (επίθ.)
sciattona (θηλ.ουσ)
sciattone (αρσ. επίθ και ουσ)
sciavero (ουσ αρσ )
scibile (αρσ. επίθ και ουσ)
sciccheria (θηλ.ουσ)
sciccoso (επίθ.)
sciente (επίθ.)
scientemente (επίρ.)
scientifica (θηλ.ουσ)
scientificamente (επίρ.)
scientificità (θηλ.ουσ)
scientifico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---