sciatterìa
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ʃatteˈria]
1 ατημέλεια
2 αδιαφορία
3 ακαταστασία
4 ασυγυρισιά
5 έλλειψη περιποίησης
6 τσαπατσουλιά
7 ατημελησία
8 αταξία
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ʃatteˈria]
1 ατημέλεια
2 αδιαφορία
3 ακαταστασία
4 ασυγυρισιά
5 έλλειψη περιποίησης
6 τσαπατσουλιά
7 ατημελησία
8 αταξία
permalink
sciatteria (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android