ItalianoGreco


sciatterìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʃatteˈria]

1 ατημέλεια
2 αδιαφορία
3 ακαταστασία
4 ασυγυρισιά
5 έλλειψη περιποίησης
6 τσαπατσουλιά
7 ατημελησία
8 αταξία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---