Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sciàtico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃatiko]

ισχιακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sciatica sciatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sciare (ρ.αμτβ.)
sciarpa (θηλ.ουσ)
sciata (θηλ.ουσ)
sciatalgia (θηλ.ουσ)
sciatica (θηλ.ουσ)
sciatico (αρσ. επίθ και ουσ)
sciatore (ουσ αρσ )
sciatorio (επίθ.)
sciattamente (επίρ.)
sciattare (ρ. μτβ.)
sciatteria (θηλ.ουσ)
sciattezza (θηλ.ουσ)
sciatto (επίθ.)
sciattona (θηλ.ουσ)
sciattone (αρσ. επίθ και ουσ)
sciavero (ουσ αρσ )
scibile (αρσ. επίθ και ουσ)
sciccheria (θηλ.ουσ)
sciccoso (επίθ.)
sciente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---