Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinnegatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [rinnegaˈtore]

1 απαρνητής
2 αρνητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinnegato rinnegazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinnamorare (ρ. μτβ.)
rinnamorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rinnegare (ρ. μτβ.)
rinnegato (ουσ αρσ )
rinnegato (επίθ.)
rinnegatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rinnegazione (θηλ.ουσ)
rinnestare (ρ. μτβ.)
rinnesto (ουσ αρσ )
rinnovabile (επίθ.)
rinnovamento (ουσ αρσ )
rinnovare (ρ. μτβ.)
rinnovarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinnovativo (επίθ.)
rinnovatore (ουσ αρσ )
rinnovatore (επίθ.)
rinnovazione (θηλ.ουσ)
rinnovo (ουσ αρσ )
rinoceronte (ουσ αρσ )
rinofaringe (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---