Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinnovatìvo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rinnovaˈtivo] 1 ανακαινιστικός 2 ανανεωτικός 3 αναμορφωτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |