Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinnovaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rinnovaˈmento] 1 αλλαγή 2 εκσυγχρονισμός 3 αναγέννηση 4 ανακαίνιση 5 ανανέωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |