Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinnovatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rinnovaˈtore] 1 ανανεωτής 2 μεταρρυθμιστής 3 αναμορφωτής 4 ανακαινιστής rinnovatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rinnovaˈtore] 1 ανανεωτικός 2 αναμορφωτικός 3 ανακαινιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |