Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinnovàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rinnoˈvare] (un documento) ανανεώνω rinnovarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rinnoˈvarsi] 1 αναζωογονούμαι 2 επαναλαμβάνομαι 3 ανανεώνομαι 4 ξανασυμβαίνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |