Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinnegàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rinneˈgato] 1 αρνησίθρησκος 2 λιποτάκτης 3 εξωμότης 4 αποστάτης 5 στασιαστής rinnegàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rinneˈgato] 1 αποκηρύσσων 2 απαρνούμενος 3 αρνούμενος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |