Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinnamoràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rinnamoˈrare] κερδίζω το έρωτα κάποιου ξανά rinnamoràrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [rinnamoˈrarsi] ερωτεύομαι ξανά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |