Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinnamoràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rinnamoˈrare]

κερδίζω το έρωτα κάποιου ξανά

rinnamoràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rinnamoˈrarsi]

ερωτεύομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinnamoramento rinnegare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ringraziare (ρ. μτβ.)
ringrosso (ουσ αρσ )
ringuainare (ρ. μτβ.)
rinite (θηλ.ουσ)
rinnamoramento (ουσ αρσ )
rinnamorare (ρ. μτβ.)
rinnamorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rinnegare (ρ. μτβ.)
rinnegato (ουσ αρσ )
rinnegato (επίθ.)
rinnegatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rinnegazione (θηλ.ουσ)
rinnestare (ρ. μτβ.)
rinnesto (ουσ αρσ )
rinnovabile (επίθ.)
rinnovamento (ουσ αρσ )
rinnovare (ρ. μτβ.)
rinnovarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinnovativo (επίθ.)
rinnovatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---