Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


regolamentàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [regolamenˈtare]

1 ρυθμιζόμενος από κανόνες
2 κανονικός
3 ρυθμιστικός
4 σύμφωνος με ρυθμίσεις

regolamentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [regolamenˈtare]

1 ρυθμίζω
2 ελέγχω με κανόνες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  regolabile regolamentazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

regnante (επίθ.)
regnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
regno (ουσ αρσ )
regola (θηλ.ουσ)
regolabile (επίθ.)
regolamentare (επίθ.)
regolamentare (ρ. μτβ.)
regolamentazione (θηλ.ουσ)
regolamento (ουσ αρσ )
regolare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
regolare (ρ. μτβ.)
regolarsi (ρ.μ. (αντων.))
regolarità (θηλ.ουσ)
regolarizzare (ρ. μτβ.)
regolarizzazione (θηλ.ουσ)
regolarmente (επίρ.)
regolata (θηλ.ουσ)
regolatamente (επίρ.)
regolatezza (θηλ.ουσ)
regolato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---