Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόregolamentàre
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [regolamenˈtare] 1 ρυθμιζόμενος από κανόνες 2 κανονικός 3 ρυθμιστικός 4 σύμφωνος με ρυθμίσεις regolamentàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [regolamenˈtare] 1 ρυθμίζω 2 ελέγχω με κανόνες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |