Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


regolàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [regoˈlabile]

1 ρυθμιζόμενος
2 προσαρμοστικός
3 διευθετήσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  regola regolamentare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

regnante (θηλ.ουσ)
regnante (επίθ.)
regnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
regno (ουσ αρσ )
regola (θηλ.ουσ)
regolabile (επίθ.)
regolamentare (επίθ.)
regolamentare (ρ. μτβ.)
regolamentazione (θηλ.ουσ)
regolamento (ουσ αρσ )
regolare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
regolare (ρ. μτβ.)
regolarsi (ρ.μ. (αντων.))
regolarità (θηλ.ουσ)
regolarizzare (ρ. μτβ.)
regolarizzazione (θηλ.ουσ)
regolarmente (επίρ.)
regolata (θηλ.ουσ)
regolatamente (επίρ.)
regolatezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---