Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


regnànte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [reɲˈɲante]

βασιλιάς

regnànte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [reɲˈɲante]

βασίλισσα

regnànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [reɲˈɲante]

1 επικρατών
2 βασιλεύων
3 διαδεδομένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  registro regnare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

registrato (επίθ.)
registratore (ουσ αρσ )
registratore (επίθ.)
registrazione (θηλ.ουσ)
registro (ουσ αρσ )
regnante (ουσ αρσ )
regnante (θηλ.ουσ)
regnante (επίθ.)
regnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
regno (ουσ αρσ )
regola (θηλ.ουσ)
regolabile (επίθ.)
regolamentare (επίθ.)
regolamentare (ρ. μτβ.)
regolamentazione (θηλ.ουσ)
regolamento (ουσ αρσ )
regolare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
regolare (ρ. μτβ.)
regolarsi (ρ.μ. (αντων.))
regolarità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---