Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrégno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈreɲɲo] το βασίλειο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαRegno [αρσ.] Unito = Ηνωμένο Βασίλειο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |