Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


régno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈreɲɲo]

το βασίλειο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  regnare regola  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


Regno [αρσ.] Unito = Ηνωμένο Βασίλειο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

registro (ουσ αρσ )
regnante (ουσ αρσ )
regnante (θηλ.ουσ)
regnante (επίθ.)
regnare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
regno (ουσ αρσ )
regola (θηλ.ουσ)
regolabile (επίθ.)
regolamentare (επίθ.)
regolamentare (ρ. μτβ.)
regolamentazione (θηλ.ουσ)
regolamento (ουσ αρσ )
regolare (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
regolare (ρ. μτβ.)
regolarsi (ρ.μ. (αντων.))
regolarità (θηλ.ουσ)
regolarizzare (ρ. μτβ.)
regolarizzazione (θηλ.ουσ)
regolarmente (επίρ.)
regolata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---