Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ràllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈrallo]

πουλί οικογένειας rallidae


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rallentatore rally  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rallentamento (ουσ αρσ )
rallentando (επίρ.)
rallentare (ρ.αμτβ.)
rallentarsi (ρ.μ. (αντων.))
rallentatore (αρσ. επίθ και ουσ)
rallo (ουσ αρσ )
rally (ουσ αρσ )
ramadan (ουσ αρσ )
ramaglia (θηλ.ουσ)
ramagliatura (θηλ.ουσ)
ramaio (ουσ αρσ )
ramaiolata (θηλ.ουσ)
ramaiolo (ουσ αρσ )
ramaiuolo (ουσ αρσ )
ramanzina (θηλ.ουσ)
ramare (ρ. μτβ.)
ramarro (ουσ αρσ )
ramato (επίθ.)
ramatura (θηλ.ουσ)
ramazza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---