Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ramàrro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [raˈmarro]

σαύρα lacerta viridis


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ramare ramato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ramaiolata (θηλ.ουσ)
ramaiolo (ουσ αρσ )
ramaiuolo (ουσ αρσ )
ramanzina (θηλ.ουσ)
ramare (ρ. μτβ.)
ramarro (ουσ αρσ )
ramato (επίθ.)
ramatura (θηλ.ουσ)
ramazza (θηλ.ουσ)
ramazzare (ρ. μτβ.)
rame (ουσ αρσ )
rameggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rameico (επίθ.)
rameoso (επίθ.)
ramia (θηλ.ουσ)
ramifero (επίθ.)
ramificare (ρ.αμτβ.)
ramificarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ramificato (επίθ.)
ramificazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---