Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ramìfero  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [raˈmifero]

1 γεμάτος κλαδιά
2 χαλκοφόρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ramia ramificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rame (ουσ αρσ )
rameggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rameico (επίθ.)
rameoso (επίθ.)
ramia (θηλ.ουσ)
ramifero (επίθ.)
ramificare (ρ.αμτβ.)
ramificarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ramificato (επίθ.)
ramificazione (θηλ.ουσ)
ramina (θηλ.ουσ)
ramingare (ρ.αμτβ.)
ramingo (επίθ.)
ramino (ουσ αρσ )
rammagliatrice (θηλ.ουσ)
rammagliatura (θηλ.ουσ)
rammaricamento (ουσ αρσ )
rammaricare (ρ. μτβ.)
rammaricarsi (ρ.μ. (αντων.))
rammaricato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---