Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rammaricaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rammarikaˈmento]

1 μετάνιωμα
2 απογοήτευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rammagliatura rammaricare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ramingare (ρ.αμτβ.)
ramingo (επίθ.)
ramino (ουσ αρσ )
rammagliatrice (θηλ.ουσ)
rammagliatura (θηλ.ουσ)
rammaricamento (ουσ αρσ )
rammaricare (ρ. μτβ.)
rammaricarsi (ρ.μ. (αντων.))
rammaricato (επίθ.)
rammarico (ουσ αρσ )
rammemorare (ρ. μτβ.)
rammemorarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rammemorazione (θηλ.ουσ)
rammendare (ρ. μτβ.)
rammendatrice (θηλ.ουσ)
rammendatura (θηλ.ουσ)
rammendo (ουσ αρσ )
rammentare (ρ. μτβ.)
rammentarsi (ρ.μ. (αντων.))
rammentatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---