Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrammaricàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rammariˈkare] 1 καταλυπώ 2 στενοχωρώ 3 καταστενοχωρώ 4 θλίβω 5 καταπικραίνω rammaricarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rammariˈkarsi] 1 στενοχωρούμαι 2 θλίβομαι 3 λυπούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |