Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόramificàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ramifiˈkare] 1 πετώ κλαδιά 2 διακλαδώνομαι 3 διακλαδίζομαι ramificàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [ramifiˈkarsi] 1 πετώ κλαδιά 2 διακλαδίζομαι 3 διακλαδώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |