Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ramatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ramaˈtura]

1 επιχάλκωση
2 μπακίρωμα
3 θειάφισμα με γαλαζόπετρα
4 κλαδιά
5 διακλάδωση
6 παρακλάδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ramato ramazza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ramaiuolo (ουσ αρσ )
ramanzina (θηλ.ουσ)
ramare (ρ. μτβ.)
ramarro (ουσ αρσ )
ramato (επίθ.)
ramatura (θηλ.ουσ)
ramazza (θηλ.ουσ)
ramazzare (ρ. μτβ.)
rame (ουσ αρσ )
rameggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rameico (επίθ.)
rameoso (επίθ.)
ramia (θηλ.ουσ)
ramifero (επίθ.)
ramificare (ρ.αμτβ.)
ramificarsi (ρ. μ. αμτβ.)
ramificato (επίθ.)
ramificazione (θηλ.ουσ)
ramina (θηλ.ουσ)
ramingare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---