Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ramanzìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ramanˈdzina]

1 σκολιανά
2 κατσάδα
3 εξάψαλμος
4 ρομπατσίνα
5 αναβαλλόμενος
6 κατσάδιασμα
7 επιτίμηση
8 μάλωμα
9 επίκριση
10 μπουγιουρντί
11 επίπληξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ramaiuolo ramare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ramagliatura (θηλ.ουσ)
ramaio (ουσ αρσ )
ramaiolata (θηλ.ουσ)
ramaiolo (ουσ αρσ )
ramaiuolo (ουσ αρσ )
ramanzina (θηλ.ουσ)
ramare (ρ. μτβ.)
ramarro (ουσ αρσ )
ramato (επίθ.)
ramatura (θηλ.ουσ)
ramazza (θηλ.ουσ)
ramazzare (ρ. μτβ.)
rame (ουσ αρσ )
rameggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rameico (επίθ.)
rameoso (επίθ.)
ramia (θηλ.ουσ)
ramifero (επίθ.)
ramificare (ρ.αμτβ.)
ramificarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---