Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόramàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [raˈmajo] 1 χαλκεύς 2 εργάτης ορυχείου χαλκού 3 μπακιρτζής 4 χαλκουργός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |