Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrallentaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rallentaˈmento] 1 χαλάρωση 2 καθυστέρηση 3 επιβράδυνση ρυθμού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |